μπραβάρω

μπραβάρω
(Μ μπραβάρω)
καυχησιολογώ, περιαυτολογώ, παριστάνω τον σπουδαίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bravare «περιαυτολογώ, κάνω τον καμπόσο» < ιταλ. bravo «έξοχος, θαρραλέος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”